Πέμπτη 22 Ιουλίου το βράδυ, συναντιόμαστε στο πάρκο Παπαρρηγόπουλου στην περιοχή του Βαρδάρη. Η ιδέα δοκιμασμένη αρκετά τους τελευταίους μήνες από antifa πυρήνες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Ενημερώνουμε φίλους και φίλες, κουβαλάμε ηχείο, τραπέζι, αυτοκόλλητα, περιοδικά, στήνουμε ένα banner, και αράζουμε. Ότι περίπου κάνουμε ούτως ή άλλως αυθόρμητα. Ότι κάνουν ούτως ή άλλως όσοι και όσες μοιραζόμαστε τα ίδια ζόρια, γιατί δεν μπορούν να κάνουν κι αλλιώς.

Η εικόνα μας είχε κάτι το ασυνήθιστο, οριακά αμήχανο, γιατί – όσο να πεις – δεν σκάνε όλοι κάθε μέρα με ένα τραπέζι γεμάτο προκηρύξεις στο πάρκο. Ήταν τόσο ασυνήθιστο, που στην προτροπή “Πάρε ένα κείμενο, κράζουμε τους φασίστες και την καραντίνα”, η συμπαθητική τύπισσα με τα γουρλωμένα μάτια μας απάντησε “Σίγουρα είναι αυτό; Άμα είναι έτσι κομπλέ, μην είναι τίποτα άλλο όμως!”. Δεν μάθαμε ποτέ τι άλλο μπορεί να φαντάστηκε, αλλά το “κομπλέ” που είπε δεν το κρίναμε ασήμαντο. 

Περάσαμε τρεις ώρες συζητώντας και πίνοντας μπύρες, και ταυτόχρονα γνωρίζαμε τους ανθρώπους της γειτονιάς. Αυτές οι στιγμές, όσο απλές και αν φαίνονται, δεν πρέπει να υποτιμούνται. Η συνύπαρξη ανθρώπων που κουβαλάνε έναν πλούτο διαφορετικών εμπειριών και ταυτόχρονα έχουν κοινά προβλήματα είναι πολλά υποσχόμενη. Ανταλλάξαμε ενδιαφέρουσες ιστορίες, από τα πιτσιρίκια “που μόλις είχαν γυρίσει από το τμήμα”, μέχρι το πως ηχογραφούνται τα κομμάτια μας. Μοιραστήκαμε προβλέψεις για το τι μας περιμένει πάλι από το φθινόπωρο.

Αυτές οι στιγμές δεν ανήκουν σε αυτό που θεωρείται κατεξοχήν πολιτική σφαίρα. Το πάρκο δεν ανήκει στους χώρους που ασκείται η κατεξοχήν πολιτική. Για τους θαμώνες του δεν ενδιαφέρονται οι κατεξοχήν «πολιτικοποιημένοι», γιατί οι θαμώνες του είναι «λούμπεν».

Εμάς τα παραπάνω μας ακούγονται δελεαστικά. Στα παγκάκια του πάρκου Παπαρρηγοπούλου συναντήσαμε τα εξής αυτονόητα στα στόματα όσων προσεγγίσαμε: μίσος για την αστυνομία και τους φασίστες, καχυποψία για την αριστερά. Είδαμε και άλλα πολλά που αντανακλούν γνήσια προλεταριακή εμπειρία, μαζί με όσες αντιφάσεις και προβλήματα μας προίκισε η έλλειψη συλλογικής οργάνωσης, οι δεκαετίες υλικής και διανοητικής μας υποτίμησης.

Έτσι, λοιπόν, εύκολα αποφασίσαμε ότι θα το ξανακάνουμε. Είναι κομμάτι μιας δουλειάς μυρμηγκιού, που μέσα από τις γνωριμίες, τις καθημερινές κουβέντες και την μουσική προσπαθεί να χτίσει μια συλλογική κουλτούρα, να δημιουργήσει δεσμούς εγγύτητας και οργάνωσης. Και όλα αυτά είναι ζωτική μας ανάγκη.